- προσπαλαῖσαι
- προσπαλαίωwrestleaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπαλαίω — ΜΑ [παλαίω] μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῑς λόγοις προσπαλαῑσαι», Πλάτ.) αρχ. 1. παλεύω με κάποιον 2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» γυμνάζομαι στη σφαιροβολία … Dictionary of Greek